αίκισμα

αίκισμα
αἴκισμα, το (Α) [αἰκίζω]
1. κακή μεταχείριση, κάκωση, βασανισμός
2. στον πληθ. φρ. «αἰκίσματα νεκρῶν», ακρωτηριασμένα πτώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἴκισμ' — αἴκισμα , αἴκισμα outrage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκισμάτων — αἴκισμα outrage neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκίσμασι — αἴκισμα outrage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκίσματα — αἴκισμα outrage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αικίζω — αἰκίζω (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. ό,τι και το ενεργ. 4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*. ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός] …   Dictionary of Greek

  • ξαίκισμα — το βασανιστήριο, κακοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * με επιτ. σημ. + αἴκισμα «κακή μεταχείριση, βασανισμός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”